- ἐπαναπαύομαι
- ἐπαναπαύομαιpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναπαύομαι — επαναπαύομαι, επαναπαύτηκα και επαναπαύθηκα, επαναπαυμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαναπαύομαι — (AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι) μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις τού υπουργού») νεοελλ. 1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία 2. τό ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους) μσν. ενεργ. 1.… … Dictionary of Greek
επαναπαύομαι — επαναπαύτηκα, επαναπαυμένος, αμτβ. 1. αναπαύομαι σε κάτι, εφησυχάζω: Επαναπαύεται στις προηγούμενες επιτυχίες του. 2. στηρίζομαι, βασίζομαι σε κάτι, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι: Μην επαναπαύεσαι σ ό,τι σουυποσχέθηκε. 3. απλώς είμαι ήσυχος, δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαναπαύεσθε — ἐπαναπαύομαι pres imperat mp 2nd pl ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd pl ἐπαναπαύομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαύῃ — ἐπαναπαύομαι pres subj mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαυομένων — ἐπαναπαύομαι pres part mp fem gen pl ἐπαναπαύομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαυσάμενον — ἐπαναπαύομαι aor part mid masc acc sg ἐπαναπαύομαι aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαυόμεθα — ἐπαναπαύομαι pres ind mp 1st pl ἐπαναπαύομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαυόμενον — ἐπαναπαύομαι pres part mp masc acc sg ἐπαναπαύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναπαύει — ἐπαναπαύομαι pres ind mp 2nd sg ἐπαναπαύομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)